Επιτομή Λεξικού Κριαρά
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κοπιαστικός, επίθ.
-
- Που κοπιάζει, εργατικός, πρόθυμος:
- (Αχέλ. 505, 747).
[<αόρ. του κοπιάζω + κατάλ. ‑τικός. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Που κοπιάζει, εργατικός, πρόθυμος:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[<αόρ. του κοπιάζω + κατάλ. ‑τικός. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
| © 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |