Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κολάτα
1 εγγραφή
κολάτα η· κολάδα.
  • Μυχός (κόλπου):
    • Από την κολάτα του κόρφου να έλθεις εις την μπούκα (Πορτολ. Α 2517).
  • Η λ. ως τοπων.:
    • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 17610).

[<ιταλ. culatta. Τ. τσα σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες