Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κοκκί(ο)ν
1 εγγραφή
κοκκί(ο)ν το· κοκκίν· κούκκι· κουκκί· κουκκίν· κουκκί(ο)ν.
  • 1) Σπόρος, σπυρί, κόκκος:
    • Βάτου καρπόν, ήτοι τα κουκκία του (Σταφ., Ιατροσ. 5118
    • σίτου κουκκί (Αιτωλ., Μύθ. 542).
  • 2) Ο καρπός της κουκκιάς, κουκκί:
    • (Σαχλ., Αφήγ. 220).
  • 3) (Φαρμακευτικός) κόκκος:
    • (Ορνεοσ. αγρ. 5253).
  • 4) Μονάδα βάρους και νομισματική μονάδα (Schilbach 1970: 185, Λιάτα 1996: 140):
    • το δ’ εξάγιον κουκκίων ην κα´ (Rechenb. (Vog.) 11
    • οίδας ότι τα ς´ κουκκία του νομίσματος υπερπύρου εισί (Rechenb. (Vog.) 5414
    • να λάβουν εις τον μόδην κουκκία γ´ (Ασσίζ. 24415).

[μτγν. ουσ. κοκκίον. Ο τ. ίν και σήμ. ποντ. Ο τ. κουκκίον στο Meursius (κ‑). Ο τ. κουκκί στο Βλάχ. (ιά) και σήμ. (απλοποιημένη γρ. κουκί). Ο τ. κουκκίν και σήμ. κυπρ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες