Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κλινάριον
1 εγγραφή
κλινάριον το· κλινάρι· κλινάριν.
  • Κρεβάτι:
    • (Προδρ. I 71
    • (σε παροιμ.):
      • Ως στρώσει το κλινάρι του ο καθεείς κοιμάται (Ερωτόκρ. Δ´ 143).

[αρχ. ουσ. κλινάριον. Οι τ. και σήμ. ιδιωμ. (Andr.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες