Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κενοδοξία
1 εγγραφή
κενοδοξία η· κενοδοξιά.
  • Ματαιοδοξία, αλαζονεία:
    • από τες αδικίες μας και την κενοδοξίαν (Ιστ. Βλαχ. 2319).

[μτγν. ουσ. κενοδοξία. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες