Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καφᾶς
2 εγγραφές [1 - 2]
καφάς ο.
  • Σβέρκος:
    • (Φορτουν. Δ´ 407).

[<τουρκ. kafa. Η λ. στο Du Cange και σήμ. ιδιωμ. (Τσουδερός 1969: 94)]

καφάσι το.
  • Δικτυωτό κιγκλίδωμα:
    • διά το μη βλέπειν εις τον άλλον κάμνουν καφάσια εις τα σπίτια, κάγκελα πολλά (Βακτ. αρχιερ. 154).

[<τουρκ. kafes. Η λ. στο Βλάχ. (ια) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες