Επιτομή Λεξικού Κριαρά
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καταμιτώνω.
-
- I. Ενεργ.
- Α´ Μτβ.
- 1) «Μπλέκω κάπ. στα δίχτυα μου», ξεγελώ:
- ρήτορας εγίνηκε να μας καταμιτώσει (Γαδ. διήγ. 527).
- 2) Κάνω δόλια χρήση ενός πράγματος:
- αν σε πιστευθεί κανείς τι εκ το ιδικόν του … και ξοδιάσεις το και το καταμιτώσεις (Σπαν. (Μαυρ.) P 432).
- 1) «Μπλέκω κάπ. στα δίχτυα μου», ξεγελώ:
- Β´ (Αμτβ.) απατώ, ραδιουργώ:
- (Διήγ. παιδ. 1062).
- Α´ Μτβ.
- II. (Μέσ.) πέφτω θύμα απάτης· (εδώ) καταξοδεύομαι, καταχρεώνομαι:
- (Σαχλ. Α´ PM 283).
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = δόλιος, απατεώνας:
- (Σταυριν. 1214).
[<πρόθ. κατά + μιτώνω. Η λ. στο Du Cange (λ. καταμιτοτάδες) και σήμ. ιδιωμ.]
- I. Ενεργ.



