Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατέχω
1 εγγραφή
κατέχω· μτχ. ενεστ. κατεχάμενος.
  • I. Ενεργ.
    • Α´ Μτβ.
      • 1)
        • α) Κρατώ στα χέρια, βαστώ:
          • (Διγ. Gr. 2648
        • β) συγκρατώ, κατακρατώ:
          • (Ιερακοσ. 4566).
      • 2)
        • α) Εμποδίζω:
          • (Κυνοσ. 59021
        • β) κρατώ κάπ. κοντά μου:
          • (Διγ. Z 3363
        • γ) συλλαμβάνω, αιχμαλωτίζω:
          • ηυχόμην ζώντα (ενν. τον Δαρείον) κατασχείν (Βίος Αλ. 4044).
      • 3)
        • α) Έχω στην κατοχή μου, είμαι κύριος κάπ.:
          • ίππους … κατέχετε (Βίος Αλ. 1906
          • τον δε έρωτα … εκατείχεν Αφροδίτη (Ερμον. Α 203
        • β) έχω υπό την εξουσία μου:
          • (Αχιλλ. N 185).
      • 4) (Προκ. για τάφο ή τον Άδη) περιέχω, περιορίζω:
        • (Διγ. Z 4457, 4459).
      • 5) (Προκ. για πόνους) βαστώ, υπομένω:
        • (Βίος Αλ. 526).
      • 6) (Προκ. για αρρώστια) προσβάλλω:
        • (Ορνεοσ. αγρ. 54414).
      • 7) Φέρω κ. γραμμένο ή χαραγμένο επάνω μου, έχω:
        • Βοός ομοίαν κεφαλήν εν τῳ μηρῴ κατείχε (ενν. ο Βουκέφαλος) (Βίος Αλ. 703).
      • 8) Κρατώ σε ορισμένη θέση:
        • τους πόδας άνω κατέχοντα (ενν. τα σώματα) (Μάρκ., Βουλκ. 3403).
      • 9)
        • α) Γνωρίζω κάπ., έχω γνωριμία με κάπ.:
          • όποιος κι αν τον εκάτεχε, πλιο δεν τονε γνωρίζει (Ερωτόκρ. Δ´ 844
        • β) έχω γνώση κάπ. γεγονότος ή πράγματος:
          • εκάτεχέν το και εγνώριζέν το (Ασσίζ. 15315
          • δεν κατέχεις γράμματα (Στάθ. Α´ 207
        • γ) έχω υπόψη μου:
          • την αντιμοιβή κάτεχε πως χρωστώ σου (Φορτουν. Ιντ. β´ 151).
      • 10) Ξεχωρίζω:
        • το καλό από το κακό ποιον είναι δεν κατέχεις (Ερωτόκρ. Β´ 1340).
      • 11) Αναγνωρίζω, παραδέχομαι:
        • τα έθνη τα αβάφτιστα, τα οποία δεν κατέχουσι Θεόν (Αποκ. Θεοτ. I 25).
      • 12)
        • α) Ξέρω, καταλαβαίνω, μαθαίνω:
          • πώς το κάτεχε μέσ’ η καρδιά μου μένα πως θε να με ξεσκίσουσι λιοντάρια θυμωμένα (Τζάνε, Κρ. πόλ. 17812
          • τούτο κάτεχε από με (Κορων., Μπούας 151
        • β) (με κατηγ.) θεωρώ:
          • αυτόνο το ρηγόπουλον άντρα τονε κατέχω (Ερωτόκρ. Β´ 2087).
      • 13) Φρ. κατέχω φθόνον = μνησικακώ:
        • (Βίος Αλ. 2821).
    • Β´ Αμτβ.
      • 1) Ξέρω, γνωρίζω, έχω υπόψη μου:
        • μηδέ δείξεις, κάτεχε, ποσώς την όχθρητά σου (Ζήν. Β´ 428).
      • 2) Έχω τη δυνατότητα, μπορώ:
        • τη ζωή φυλάσσει όσο κατέχει (Ροδολ. Χορ. δ´ 4).
  • II. (Μέσ., μτβ.) σταματώ, εμποδίζω:
    • (Βίος Αλ. 3399).
  • Η μτχ. ενεστ. κατεχάμενος ως επίθ. = έμπειρος:
    • τιμούνται οι κατεχάμενοι κι αδυνατοί ποδότες (Ερωφ. Γ´ 52).
  • Η μτχ. ενεστ. κατεχόμενος ως επίθ. = ολοκληρωτικός:
    • κατεχόμενη κόρυζα (Ιερακοσ. 41828).

[αρχ. κατέχω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες