Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καμπίτης
1 εγγραφή
καμπίτης ο.
  • Mονομάχος, αυτός που ασχολείται επαγγελματικά με τη μονομαχία:
    • (Aσσίζ. 26916).

[<ουσ. κάμπος + κατάλ. ίτης. H λ. στο Du Cange και σήμ. κρητ. (με διαφορ. σημασ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες