Επιτομή Λεξικού Κριαρά
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καλόκαρδος, επίθ.
-
- Που έχει «καλή καρδιά», χαρούμενος, πρόσχαρος:
- πασίχαρος, καλόκαρδος κι ελεύτερος γυρίζει (Eρωτόκρ. A´ 1543).
[<επίθ. καλός + ουσ. καρδιά. H λ. στο Bλάχ. και σήμ.]
- Που έχει «καλή καρδιά», χαρούμενος, πρόσχαρος:



