Επιτομή Λεξικού Κριαρά
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καλιγάς ο· καλλικάς.
-
- Πεταλωτής:
- έστειλα έναν εδικόν μου κτηνόν ενού καλλικά να το ιατρέψει (Aσσίζ. 18119).
[<ουσ. καλίγι(ο)ν + κατάλ. ‑άς ή <ουσ. καλιγάριος (4.-5. αι., L‑S Suppl., Lampe, ‑λλ‑, Soph.). O τ. στο Du Cange (‑ίκας, λ. καλίγα) και σήμ. κυπρ.]
- Πεταλωτής:



