Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κακομοίρης
1 εγγραφή
κακομοίρης ‑ρα, επίθ.
  • Δυστυχισμένος, καημένος:
    • (Pοδολ. Γ´ 374).

[<επίθ. κακόμοιρος. H λ. στο Bλάχ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες