Επιτομή Λεξικού Κριαρά
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κακαρίζω· καρκαρίζω.
-
- 1) (Προκ. για τη φωνή των ορνίθων και, γενικ., άλλων πουλιών) κακαρίζω:
- κακαρίζει (ενν. η πέρδικα) δυνατά (Φυσιολ. (Legr.) 703)·
- ορνίθι … γέννησε κι ύστερα καρκαρήθη (Aλεξ. 208).
- 2) Φλυαρώ:
- (Kορων., Mπούας 86).
[λ. ηχοπ. από τη φωνή της όρνιθας. H λ. στο Bλάχ. (‑κκ‑) και σήμ.]
- 1) (Προκ. για τη φωνή των ορνίθων και, γενικ., άλλων πουλιών) κακαρίζω:



