Επιτομή Λεξικού Κριαρά
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ισοζυγιάζω· ’σοζυγάζω.
-
- Ισοζυγίζω, ισοσταθμίζω:
- είχεν … έναν σεντούκιν γεμάτον πέτρες και εσοζύγαζεν (Μαχ. 46029).
[<μτγν. επίθ. ισόζυγος (L‑S· πβ. νεότ. κυπρ. σόζυον, Σακ. 791, Χατζ., Λεξ.) + κατάλ. ‑ιάζω. Τ. ’σοζυάζω σήμ. κυπρ. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- Ισοζυγίζω, ισοσταθμίζω:



