Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θύννα
1 εγγραφή
θύννα η· αθύννα.
  • Είδος ψαριού, τόνος:
    • (Προδρ. IV 296).
  • Ως προσωποπ.:
    • (Οψαρ. 36118).

[αρχ. ουσ. θύννα. Πβ. σημερ. ιδιωμ. τούννα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες