Επιτομή Λεξικού Κριαρά
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- θωριακός, επίθ.
-
- Που έχει ωραία εξωτερική εμφάνιση:
- έμνοστος ήτον, θωριακός (Θησ. Γ´ [508]).
[<ουσ. θωριά + κατάλ. ‑ιακός. Η λ. στο Du Cange (θο‑, λ. θωρείν) και σήμ. ιδιωμ.]
- Που έχει ωραία εξωτερική εμφάνιση:



