Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θρύμβος
1 εγγραφή
θρύμβος ο· θρύμπος.
  • Είδος φυτού αρωματικού, το θρούμπι:
    • Περί θρύμπων ή θρύμπη (Ιατροσ. κώδ. ανη´).
  • Ως προσωποπ.:
    • Θρύμπου του πρωτοσπαθαρίου (Πωρικ. III 31).

[<αρχ. ουσ. θύμβρα. Η λ. και ο τ. θρύμπος στο Du Cange App. I]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες