Επιτομή Λεξικού Κριαρά
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- θηκιάζω.
-
- Αποθηκεύω, συγκεντρώνω:
- μη θηκιάζετε θησαυρούς (Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Ματθ. στ´ 19).
[<ουσ. θήκη + κατάλ. ‑ιάζω. Η λ. στο Somav.]
- Αποθηκεύω, συγκεντρώνω:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[<ουσ. θήκη + κατάλ. ‑ιάζω. Η λ. στο Somav.]
| © 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |