Επιτομή Λεξικού Κριαρά
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- θαυματουργός, επίθ.
-
- Θαυματουργός:
- εικόνα … θαυματουργή (Συναδ. φ. 37r)·
- (ως επίθ. αγίων):
- του αγίου Γρηγορίου του θαυματουργού (Hagia Sophia ω 51413).
[μτγν. επίθ. θαυματουργός. Η λ. και σήμ.]
- Θαυματουργός:



