Επιτομή Λεξικού Κριαρά
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ζηλόφθονος, επίθ.
-
- Ζηλιάρης, φθονερός:
- ζηλόφθονε, … πόσες ζωές στο θάνατο κρατείς (ενν. ο Χάρος) (Τζάνε, Κρ. πόλ. 52619).
[<ουσ. ζήλος + φθόνος. Η λ. στο LBG και σήμ.]
- Ζηλιάρης, φθονερός:



