Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξομολογώ
1 εγγραφή
εξομολογώ· ’ξεμολογώ· ξομολογώ.
  • I. (Ενεργ.) εξομολογώ κάπ.:
    • τους πταίστας να ξομολογούν (Ιστ. Βλαχ. 2297).
  • II. Μέσ.
    • 1) Εξομολογούμαι:
      • να πάμεν … να εξομολογηθεί τα αμαρτήματά του (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 425).
    • 2) Ομολογώ, αποκαλύπτω:
      • να ξομολογηθεί τά ’χε στο νου τση η κόρη (Ερωτόκρ. Γ´ 408).

[μτγν. εξομολογέω. Η λ. και ο τ. ξο‑ και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες