Επιτομή Λεξικού Κριαρά
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δοξεύω· δοξεύγω· τοξεύω.
-
- 1) Τοξεύω, χτυπώ με βέλος:
- ρίκτου τα βερτόνια τως και τα πουλιά δοξεύγου (Ροδολ. Γ´ 308)·
- (μεταφ.):
- εκείνος (ενν. ο νέος) την εδόξεψεν και αγάπην την εδώκεν (Αχιλλ. O 376).
- 2) (Προκ. για μέλισσα) κεντρίζω:
- (Απόκοπ. 43).
- 3) Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = (ως κατάρα) που είθε να τοξευθεί, να θανατωθεί:
- Λέγει: «Διά ’δέ την δοξεμένη, την πουτάνα …» (Συναξ. γυν. 927).
[αρχ. και νεοελλ. τοξεύω]
- 1) Τοξεύω, χτυπώ με βέλος:



