Epitome of the Kriaras Dictionary

Go

Search options

Basket

Results for: διάβημα
1 item total
διάβημα το.
  • 1) Βήμα:
    • κατεύθυνε τα διαβήματα ημών εις οδόν ευθείαν (Χειλά, Χρον. 347).
  • 2) Ενέργεια:
    • ω γλώσσης ψευδηγόρου, … ήτις εις γην κατέαξε τα διαβήματά μου (Γλυκά, Στ. 76).

[μτγν. ουσ. διάβημα. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go