Επιτομή Λεξικού Κριαρά
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δαφνόφυλλον το.
-
- Φύλλο δάφνης:
- (Σταφ., Ιατροσ. 13352‑3).
[<ουσ. δάφνη + φύλλον. Η λ. τον 7. αι. (DGE) και σήμ. (‑ο)]
- Φύλλο δάφνης:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[<ουσ. δάφνη + φύλλον. Η λ. τον 7. αι. (DGE) και σήμ. (‑ο)]
| © 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |