Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δαφνόφυλλο
1 εγγραφή
δαφνόφυλλον το.
  • Φύλλο δάφνης:
    • (Σταφ., Ιατροσ. 13352‑3).

[<ουσ. δάφνη + φύλλον. Η λ. τον 7. αι. (DGE) και σήμ. (ο)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες