Επιτομή Λεξικού Κριαρά
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δίκροκος, επίθ.
-
- (Προκ. για αβγό) που έχει δύο κρόκους:
- (Συναξ. γαδ. 165).
[<δι‑ + ουσ. κρόκος. Η λ. και σήμ.]
- (Προκ. για αβγό) που έχει δύο κρόκους:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[<δι‑ + ουσ. κρόκος. Η λ. και σήμ.]
| © 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |