Επιτομή Λεξικού Κριαρά
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δάγκωμα το· δάκωμα.
-
- 1) Δαγκωματιά·
- (προκ. για έντομο) κέντρισμα:
- δάκωμα σκορπίου (Ιατροσ. κώδ. φε´).
- (προκ. για έντομο) κέντρισμα:
- 2) (Ως σύστ. αντικ.) τόκος:
- μη δαγκώσεις τον αδερφό σου δάγκωμα ασημιού (Πεντ. Δευτ. XXIII 20).
[<δαγκώνω + κατάλ. ‑μα. Η λ. και σήμ.]
- 1) Δαγκωματιά·
- δαγκωματιά η· δαγκωματία· δακωματέα.
-
- Δάγκωμα:
- Στα χείλη … να πέμψω μιαν δυνατή δαγκωματιά (Σουμμ., Παστ. φίδ. Β´ [272]).
[<ουσ. δάγκωμα + κατάλ. ‑ιά. Η λ. στο Somav. (λ. δαγκα‑) και σήμ.]
- Δάγκωμα:



