Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γράψιμον
1 εγγραφή
γράψιμον το· γράψιμο.
  • 1)
    • α) Γράψιμο (ως ενέργεια):
      • έμαθα την γραμματικήν, το γράψιμον (Συναδ. φ. 21r
      • φρ. βάνω εις γράψιμον, βλ. βάνω Ι24β·
    • β) έκφρ. με γράψιμον = εγγράφως, γραπτώς:
      • (Ασσίζ. 15427
    • γ) έκφρ. γράψιμο βούλισμα, βλ. βούλισμα.
  • 2)
    • α) Γραπτό (κείμενο):
      • Ωφέλιμα γραψίματα μ’ αγάπη να διαβάζει (Σουμμ., Παστ. φίδ. Αφ. [36]
    • β) έγγραφο (επίσημο):
      • γράψιμον της μεγάλης αυλής (Μαχ. 50415
    • γ) ονομαστική καταγραφή, κατάλογος:
      • επήγαν οι άρχοντες … να πάρουν τα πράματα με γράψιμον (Βουστρ. 3029).

[<αόρ. του γράφω + κατάλ. ιμον. Η λ. τον 6. αι. και στο Somav. Ο τ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες