Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γούνα
4 εγγραφές [1 - 4]
γούνα η.
  • 1) Δέρμα ζώου:
    • (Ασσίζ. 24211
    • έκφρ. τινάσσω την γούναν κάπ. = δέρνω αγρίως:
      • (Διήγ. παιδ. 177).
  • 2) (Συνεκδ.) επανωφόρι από γούνα ή με υπένδυση γούνινη:
    • ρούχον πανευμορφότατον εφόρει αποκάτω, χρυσόν άσπρον …, επάνω μετά γούνας (Λίβ. (Lamb.) N 462).

[<μεσν. λατ. gunna. Η λ. τον 8.-9. αι. (Lampe· βλ. και DGE, λ. νν‑, LBG) και σήμ.]

γουναράς ο.
  • Γουναράς·
    • (στον πληθ.) ως όνομα συνοικίας των Σερρών:
      • εις τον Άγιον Γεώργιον τους Γουναράδες (Συναδ. φ. 21r).

[<ουσ. γούνα + κατάλ. αράς. Η λ. και σήμ.]

γουνάρης ο· γούναρης.
  • Γουναράς:
    • επέθανεν ένας παιδίος Φλαμίγκος γουνάρης (Μαχ. 63419).

[<ουσ. γουνάριος (5.-6. αι., LBG· βλ. και DGE, L‑S Suppl.) <ουσ. γούνα + κατάλ. άριος. Ο τ. στο Somav. και σήμ. ιδιωμ. Τ. νν‑ σήμ. κυπρ. (ΙΛ, λ. γού‑). Η λ. το 14. αι. (LBG)]

γούνατο το,
βλ. γόνατον.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες