Επιτομή Λεξικού Κριαρά
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γαλεάτσα η· γαλιάτσα.
-
- (Ναυτ.) μεγάλο πολεμικό πλοίο, ιστιοφόρο και κωπήλατο, με τρία κατάρτια:
- Ο ρήγας … αρμάτωσεν δύο κάτεργα και δύο γαλιάτσες (Μαχ. 63215).
[<ιταλ. galeazza. Ο τ. <βεν. galiazza· βλ. και LBG (‑τζα). Ο τ. στο Meursius (γαλλιάτζα). Η λ. στο Somav. (‑τζα)]
- (Ναυτ.) μεγάλο πολεμικό πλοίο, ιστιοφόρο και κωπήλατο, με τρία κατάρτια:



