Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βρομόστομος
1 εγγραφή
βρομόστομος, επίθ.
  • Που βρομά το στόμα του (υβριστ.):
    • (Πουλολ. 43).

[<ουσ. βρόμα + στόμα. Η λ. στο Somav. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες