Επιτομή Λεξικού Κριαρά
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βουρδωνάρης ο· βορδωνάρης.
-
- Ημιονηγός, αγωγιάτης:
- (Κατά ζουράρη 5).
[<μτγν. ουσ. βουρδωνάριος. Ο τ. στο Somav. (βορδο‑) και σήμ. ιδιωμ. Η λ. στο Βλάχ. (‑ρδο‑) και σήμ. ιδιωμ.]
- Ημιονηγός, αγωγιάτης:



