Epitome of the Kriaras Dictionary

Go

Search options

Basket

Results for: βοεβόδας
1 item total
βοεβόδας ο· βεϊβόδας· βοϊβόδας· βόιβονδας· βοϊβόνδας· βοϊβόντας· πληθ. βοϊβόντηδες.
  • 1) Επίσημος τίτλος των αρχόντων της Μολδαβίας και Βλαχίας:
    • από τον δεσπότην Σερβίας και από βεϊβόδαν Βλαχίας (Δούκ. 2394
    • με τον Μιχάλη βοϊβόδα (Συναδ. φ. 14r).
  • 2) Διοικητής (πόλης, κλπ.):
    • κνέζηδες, βοϊβόντηδες της βασιλείας όλοι (Αρσ., Κόπ. διατρ. [1210]).
  • 3) Στρατηγός:
    • εσέβην Αλέξανδρος με τον βοϊβόντα τον … Πτολεμαίον (Διήγ. Αλ. V 32).
  • 4) Ο κατά τόπους εκπρόσωπος της κεντρικής οθωμανικής αρχής με διοικητικές, αστυνομικές και οικονομικές δικαιοδοσίες:
    • να βάλουν τον βοϊβόντα να έλθει να σε πιάσει … να σε έχει εις το χάψι (Συναδ. φ. 62ν).

[<σλαβ. vojevoda· πβ. βουλγ. vojvóda, τουρκ. vóyvoda. Λ. βοέβοδος το 10. αι. Ο τ. βοϊβόδας (14. αι., LBG), κ.ά. σήμ. ιδιωμ. Η λ. το 14. αι. (βλ. ό.π.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go