Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βερετοῦνιν
1 εγγραφή
βερετούνιν το· βελτόνι· βερουτούνιν· βερτόνι· βερτούνιν.
  • Μεγάλο βέλος που το έριχναν με βαλλιστρίδα και το οποίο, κατά την πορεία του, στριφογύριζε στον αέρα:
    • είχεν πολλούς τζακρατόρους και εσύραν βερετουνία (Μαχ. 4841‑2
    • (σε μεταφ.):
      • Πάσα του λόγος σουβλωτόν εις την καρδιά βερτόνι μου ’ριχτεν (Ροδολ. Β´ 169).

[<βεν. vereton - ιταλ. verettone. Ο τ. βελτόνι στο Du Cange και σήμ. ιδιωμ. Ο τ. βερτόνι (<παλαιότ. ιταλ. vertone, DEI, λ. verretta) και σήμ. κρητ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες