Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βαραίνω
1 εγγραφή
βαραίνω.
  • I. Ενεργ.
    • Α´ Αμτβ.
      • 1)
        • α) Γίνομαι βαρύς:
          • τ’ αλαφρά βαρύνασι (Ερωτόκρ. Δ´ 678
          • (μεταφ.):
            • ας βαρύνει η δούλεψη ιπί τους ανθρώπους (Πεντ. Έξ. V 9
        • β) έχω βάρος:
          • Ώφου, κορμί, … μα πώς βαραίνεις; (Ζήν. Ε´ 273
        • γ) (ενεργ. και μέσ. μεταφ.) δυσανασχετώ, στενοχωρούμαι, βαρυγγωμώ, αγανακτώ:
          • Παρηγοριού σα γνωστική, τίποτα μη βαραίνεις (Θυσ. 165· Ιστ. Βλαχ. 1962).
      • 2) Γίνομαι βαρύς:
        • τα μάτια … εβάρυναν από γεροσύνη (Πεντ. Γέν. XLVIII 10).
      • 3) (Μεταφ.) σκληρύνομαι:
        • εβάρυνεν η καρδιά του Φαρό (Πεντ. Έξ. IX 7).
    • Β´ Μτβ.
      • 1)
        • α) Πιέζω κάπ. με το βάρος μου:
          • χέρια που σας ετύχαινε σκήπτρο να σας βαραίνει (Ερωφ. Ε´ 469
          • (μεταφ.):
            • ύπνος δεν τη βαραίνει (Ερωτόκρ. Γ´ 568
        • β) προκαλώ αίσθημα βάρους, στενοχωρώ:
          • Τα πάθη … βαραίνου τη ζωή (Ροδολ. Β´ 409
          • βαραίνεις το Θεό και χάρη δε μας έχει (Θυσ. 393
        • γ) κατηγορώ, ελέγχω:
          • πολλά εβάρυνεν τους αφέντες της Κύπρου εις το κουμούνιν (Μαχ. 1307
        • δ) αγανακτώ εναντίον κάπ.:
          • Εβάραινε στο ριζικό και στην πρικιά της μοίρα (Ερωτόκρ. Δ´ 734).
      • 2) (Προκ. για φόρους) επιβαρύνω κάπ.:
        • τον κοινόν λαόν εβάρυνε διά δόσεως χρημάτων (Έκθ. χρον. 6821).
      • 3) (Μεταφ.) σκληρύνω:
        • ο Φαρό … εβάρυνε την καρδιά του (Πεντ. Έξ. VIII 11).
  • II. (Μέσ.) στεναχωρούμαι:
    • Μηδέν βαραίνεσαι ποτέ, μηδέν λιγοθυμήσεις (Ριμ. Απολλων. [1863]).
  • Η μτχ. παρκ. ως επίθ. =
    • 1) Φορτωμένος:
      • αναστενάγματα ήτονε βαρεμένοι (Τζάνε, Κρ. πόλ. 26224).
    • 2) Στενοχωρημένος:
      • πολλά είσαι βαρεμένη (Γλυκά, Στ. 304).
    • 3) Οχληρός:
      • βαρεμένους λογισμούς (Πανώρ. Πρόλ. θεάς 35).

[<βαρύνω. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες