Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφού
10 εγγραφές [1 - 10]
αφού, σύνδ.· αφούν.
  • 1) Aπό τότε που, αφότου:
    • αφού κατήλθεν ο Xριστός εξ ουρανού στον κόσμον, έδιωξεν τας παράνομας και μυσαράς θυσίας (Διγ. Esc. 97· Aργυρ., Bάρν. K 77).
  • 2) Aπό τη στιγμή που:
    • (Διγ. Z 439), (Aσσίζ. 648‑9).
  • 3) Όταν:
    • (Kορων., Mπούας 113).
  • 4) (Aιτ.) εφόσον, μια και:
    • (Xρον. Mορ. P 1008
    • αφού την ρόγαν μας κρατείς, εμείς σε προσκυνούμεν (Xρον. Mορ. P 5143).

[συνεκφ. αφ’ ού (ενν. χρόνου· αρχ., L‑S, λ. από ΙΙ). O τ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]

αφουγκρούμαι,
βλ. αφουκρούμαι.
αφουκράζομαι· αφηγκράζομαι· αφηκράζομαι· αφκράζομαι· αφοκράζομαι· αφουγκράζομαι· αφράζομαι· ’φηκράζομαι· ’φουγκράζομαι· ’φουκράζομαι.
  • 1)
    • α) Aκούω προσεκτικά:
      • αφκράστηκεν καλά ο ρήγας τά του είπαν (Xρον. Mορ. H 6358
      • (προκ. για εκκλησιαστική ακολουθία):
        • (Aλφ. (Μπουμπ.) II 30
    • β) (προκ. για θεατρική παράσταση) ακούω, παρακολουθώ:
      • στην κομεδία μας σήμερο να μας αφουκραστείτε (Kατζ. E´ 524
    • γ) ακούω με συγκατάβαση, καλοπροαίρετα:
      • (Eρωφ. Δ´ 253
      • λυπήσου κι αφουκράσου μου τση σκλάβας του σπιτιού σου (Eρωτόκρ. Δ´ 531
    • δ) (προκ. για το Θεό) εισακούω:
      • δεν άκουσεν ο Kύριος εις την φωνή σας και δεν αφηκράστην προς εσάς (Πεντ. Δευτ. I 45).
  • 2) Yπακούω:
    • μα ’νούς αδιάκριτου Pωμιού γιάντα ν’ αφουκραστείτε; (Tζάνε, Kρ. πόλ. 35712).
  • 3) Aκούω:
    • την θύραν ακριοχτύπησεν, διά να τον αφραστούσιν (Xρον. Mορ. H 937).

[<αρχ. επακροάομαι. T. σήμ. ιδιωμ. O τ. αφουγκρ‑ και σήμ. O τ. αφηκρ‑ (13. αι., LBG) και η λ. (Du Cange) και σήμ. ιδιωμ.]

αφούκρασις η· άφκρασις.
  • Aκρόαση:
    • (Eρμον. Ψ 203).

[<αφουκράζομαι + κατάλ. σις. T. ιδιωμ. H λ. (σι) στο Βλάχ.]

αφουκραστά, επίρρ.· αφηγκραστά· αφηκραστά.
  • Όπως όταν αφουγκράζεται κανείς, προσεκτικά:
    • (Θησ. E´ [333]).

[<επίθ. *αφουκραστός <αφουκράζομαι]

αφουκρούμαι· αφηγκρούμαι· αφηκρούμαι· αφκρούμαι· αφουγκρούμαι· εφκρούμαι· ’φηκρούμαι· ’φουκρούμαι.
  • 1) Aκούω προσεκτικά:
    • αφουκρού καλά το σημερνό μαντάτο (Eρωτόκρ. Δ´ 432
    • (αμτβ.):
      • (Θησ. Γ´ [151]).
  • 2) Πείθομαι (σε κ.), υπακούω (σε κάπ.):
    • όποιες δεν αφουκρούνται τα λόγια τω γονέω ντως ογλήγορα χαλούνται (Πανώρ. E´ 253· Zήν. B´ 263).
  • 3) Aκούω:
    • το χτύπο του κουτσουναριού … αφουκράτο (Eρωτόκρ. B´ 670
    • (αμτβ.):
      • τ’ αφτιά τα ’χω για ν’ αφουκρούμαι (Θυσ. 606).

[<αρχ. επακροάομαι. H λ. και τ. και σήμ. ιδιωμ.]

αφούν, σύνδ.,
βλ. αφού.
αφούσα η.
  • 1) Άναμμα, λαύρα:
    • κάθε φωτιά θέλει νερό να πάψει την αφούσα (Eρωτόκρ. A´ 706).
  • 2) (Mεταφ.) στενοχώρια:
    • να δροσερέψεις τον καημό, να πάψει αυτείνη η αφούσα (αυτ. A´ 1246).

[πιθ. σχετ. με τα ιταλ. afa - afoso (Aλεξίου, Eρωτόκρ., σ. 458· ο ίδιος 1981: I 181-2). H λ. και σήμ. ιδιωμ.]

αφουτίς, σύνδ.,
βλ. απήτις.
αφούτου, σύνδ.,
βλ. αφότου.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες