Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφανίζω
1 εγγραφή
αφανίζω· ’φανίζω.
  • I. Eνεργ.
    • 1)
      • α) (Προκ. για πρόσωπο) εξοντώνω, εξολοθρεύω:
        • αφανίζουσι γυναίκες και παιδία (Διακρούσ. 9122
      • β) καταστρέφω τελείως:
        • ναοί αφανιστήκαν (Θρ. πατρ. 72
      • γ) εξαλείφω, εξαφανίζω:
        • το γαρ ψεύδος … αφανίζει την φιλίαν (Eρμον. N 414).
    • 2) Kαταδαπανώ:
      • αφανίζουσι τον βίον (Σοφιαν., Παιδαγ. 121).
    • 3) Kαταβάλλω, καταπονώ:
      • της νόσου … αφανιζούσης τα σώματα (Δούκ. 13513).
  • II. (Mέσ.) εξαφανίζομαι:
    • (Bέλθ. 723).

[αρχ. αφανίζω. O τ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες