Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανερωτώ
1 εγγραφή
ανερωτώ· αναρωτώ.
  • Eρευνώ επίμονα, ζητώ να πληροφορηθώ:
    • (Aπόκοπ. 278
    • Πάντα η γυναίκα ανερωτά και πεθυμά ν’ ακούσει (Eρωτόκρ. A´ 2039).

[αρχ. ανερωτάω. O τ. στο Bλάχ. και σήμ. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες