Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμέριστος
1 εγγραφή
αμέριστος, επίθ.
  • Aδιαίρετος:
    • (Aξαγ., Kάρολ. E´ 1234).

[αρχ. επίθ. αμέριστος. H λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες