Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακρεμών
1 εγγραφή
ακρέμων ο.
  • (Mεταφ. προκ. για πρόσωπα) επιφανές πρόσωπο:
    • οι … φύλακες … των ώντινων εξ αρχής η δύσις ακρέμονας της ηγεμονίας εγνώρισεν (Δούκ. 21716).

[μτγν. ουσ. ακρέμων (αρχ. ών)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες