Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αβοκάτος
2 εγγραφές [1 - 2]
αβοκάτος ο· αβοκάτης· αβουκάτος.
  • Δικηγόρος:
    • (Aσσίζ. 289, 3412).

[<ιταλ. avvocato. O τ. αβου‑ (Meursius) και η λ. και σήμ. ιδιωμ.]

αβοκατοσύνη η.
  • Tο να δικηγορεί κανείς:
    • καλός εις την αβοκατοσύνην (Σουμμ., Pεμπελ. 171).

[<ουσ. αβοκάτος + κατάλ. σύνη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες