Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- Κουμάνος ο· Κόμανος· Κομάνος· Κομανός· Κούμανος.
-
- (Εθν., συν. στον πληθ.) ονομασία τουρκόφωνου λαού από την Κεντρ. Ασία, με νομαδικά και ημινομαδικά φύλα:
- Κόμανοι τον Δούναβιν διαπεράσαντες (Παράφρ. Χων. 123)·
- (ως μισθοφόροι της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας):
- οι Κουμάνοι … εδόξευαν … το γένος των Φράγκων (Χρον. Μορ. H 4053)·
- (ως σύμμαχοι των Βουλγάρων):
- (Παράφρ. Χων. 812)·
- (ως μισθοφόροι των Οθωμανών):
- (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 648).
[<τουρκ. Kuman. Ο τ. Κό‑ τον 11. αι. (Mor. II, λ. Κούμανοι)]
- (Εθν., συν. στον πληθ.) ονομασία τουρκόφωνου λαού από την Κεντρ. Ασία, με νομαδικά και ημινομαδικά φύλα: