Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Εβραίισσα
1 εγγραφή
Εβραίισσα η· Εβραίσσα· Οβραίσσα.
  • Εβραία:
    • (Πουλολ. 584).

[<εθν. Εβραίος + κατάλ. ισσα. Ο τ. Εβραίσσα στο Somav. (αίσα, λ. Εβραία). Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες