Επιτομή Λεξικού Κριαρά
| 102 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αδυσκεψία η,
- βλ. δυσκεψία.
- αδυστυχημένος, μτχ.,
- βλ. δυστυχώ.
- αποδυσπετώ.
-
- Δυσφορώ, δυσανασχετώ:
- ουδείς αποδυσπέτησεν προς του πατρός τους λόγους (Kαλλίμ. 68).
[αρχ. αποδυσπετέω]
- Δυσφορώ, δυσανασχετώ:
- δυσάγκαλος, επίθ.
-
- Που δύσκολα τον υπομένει κανείς, ανυπόφορος:
- πόνοις δυσαγκάλοις (Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 726).
[<δυσ‑ + ουσ. αγκάλη. Η λ. στο LBG]
- Που δύσκολα τον υπομένει κανείς, ανυπόφορος:
- δυσανάβατον το.
-
- Το δύσκολο ανέβασμα:
- το … δυσανάβατον της Δυστυχατυχίας (Λόγ. παρηγ. O 400).
[ουδ. του μτγν. επιθ. δυσανάβατος ως ουσ.]
- Το δύσκολο ανέβασμα:
- δυσανάγωγος, επίθ.
-
- (Προκ. για δρόμο) που δύσκολα τον ανεβαίνει κανείς:
- (Παϊσ., Ιστ. Σινά 1614).
[μτγν. επίθ. δυσανάγωγος]
- (Προκ. για δρόμο) που δύσκολα τον ανεβαίνει κανείς:
- δυσανάκλητος, επίθ.
-
- Που δύσκολα ανακαλείται, αναχαιτίζεται:
- Δυσανάκλητον το γένος των βαρβάρων εις τας μάχας (Ερμον. Χ 286).
[μτγν. επίθ. δυσανάκλητος]
- Που δύσκολα ανακαλείται, αναχαιτίζεται:
- δυσανάλωτος, επίθ.
-
- Που δύσκολα φθείρεται:
- γενεά δυσανάλωτος (Δούκ. 9514).
[μτγν. επίθ. δυσανάλωτος· βλ. και LBG]
- Που δύσκολα φθείρεται:
- δυσάντητος, επίθ.
-
- Που δύσκολα αντιμετωπίζεται:
- τέρας … δυσάντητον (Γλυκά, Στ. 56).
[μτγν. επίθ. δυσάντητος]
- Που δύσκολα αντιμετωπίζεται:
- δυσαπόπλεκος, επίθ.
-
- Που δύσκολα τον αποχωρίζει, τον ξεμπλέκει κανείς:
- ήτον δυσαπόπλεκος η κόρη απέ τον νέον (Αχιλλ. N 1256 χφ κριτ. υπ. (έκδ. ‑πλεκτος· έτσι και η έκδ. Smith, στ. 1339)).
[<δυσ‑ + αποπλέκω]
- Που δύσκολα τον αποχωρίζει, τον ξεμπλέκει κανείς:



