Επιτομή Λεξικού Κριαρά
| 15 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποδιοπομπώ.
-
- Διώχνω:
- (Eυγ. Γιαννούλη, Eπιστ. 1237).
[αρχ. αποδιοπομπέομαι. H λ. τον 11. αι. (LBG)]
- Διώχνω:
- απομπρός, επίρρ.,
- βλ. απεμπρός.
- απομπροσθά, επίρρ.,
- βλ. απομπροστά.
- απόμπροσθεν, επίρρ.,
- βλ. απέμπροσθεν.
- απομπροστά, επίρρ.· απεμπροστά· αποεμπροστά· απομπροσθά· αποομπροστά.
-
- Φρ. με ρ. όπως μακραίνω, φεύγω, χάνομαι, κλπ., απομπροστά (μου) = απομακρύνομαι:
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. B´ [493]), (Θησ. Z´ [1218]).
[<πρόθ. από + επίρρ. μπροστά. H λ. και σήμ.]
- Φρ. με ρ. όπως μακραίνω, φεύγω, χάνομαι, κλπ., απομπροστά (μου) = απομακρύνομαι:
- δορύπομπος ο.
-
- Ακοντιστής:
- Φράγκους τσαγρατόρους και δορυπόμπους (Δούκ. 2278).
[<ουσ. δόρυ + πέμπω. Η λ. στο Du Cange (‑οι)]
- Ακοντιστής:
- μπόμπα η.
-
- Μεταλλικό σφαιρικό βλήμα όλμου, κοίλο και γεμισμένο με πυρίτιδα, όπου μεταδίδεται η φωτιά για την έκρηξη με φιτίλι που ανάβεται πριν την εκτόξευση:
- ανάφτουσι μια μπόμπα και πετούν την μέσα στο κάστρο (Τζάνε, Κρ. πόλ. 38319)·
- μπάλες και μπόμπες (αυτ. 38820)·
- μπόμπες τω σαρμπάνω (αυτ. 46017).
[<ιταλ. bomba. Η λ. στο Somav. II (λ. bomba) και σήμ. (νεότ. τ. βόμβα)]
- Μεταλλικό σφαιρικό βλήμα όλμου, κοίλο και γεμισμένο με πυρίτιδα, όπου μεταδίδεται η φωτιά για την έκρηξη με φιτίλι που ανάβεται πριν την εκτόξευση:
- μπομπάρδα η· βομβάρδα· βουμπάρδα· μπουμπάρδα· μπουπάρδα· πομπάρδα· πουμπάρδα· πουμπάρτα· πουπάρδα.
-
— Βλ. και λομπάρδα.
- α) Είδος τηλεβόλου:
- των μεγίστων βουμπάρδων αι πέτραι τον … πύργον … θέλουν χαλάσειν (Καναν. 101)·
- μπουμπάρδες των κατέργων (Αχέλ. 2453)·
- β) (συνεκδ.) προκ. για τη βολή ή το βλήμα του όπλου:
- εσύραν από την Αμόχουστον μίαν πουμπάρδαν και επήρεν το μερίν του Καζισέστα (Μαχ. 62023).
[<ιταλ. bombarda. Ο τ. βου‑ στο Du Cange. Τ. ‑μβ‑ στο Meursius. Ο τ. μπου‑ στο Βλάχ. Ο τ. που‑ (<προβ. boumbarda) στο Du Cange, ό.π. και σήμ. κυπρ. Η λ. στο Du Cange, ό.π. και σήμ.]
- α) Είδος τηλεβόλου:
- μπομπαρδάρης ο· μπουμπαρδάρης· μπουπαρδάρης.
-
- Πυροβολητής, κανονιέρης:
- οι μπουμπαρδάροι τρέχουσι, λουμπάρδες να κινήσου (Τζάνε, Κρ. πόλ. 32321).
[<ουσ. μπομπάρδα + κατάλ. ‑άρης. Ο τ. μπου‑ στο Βλάχ.]
- Πυροβολητής, κανονιέρης:
- μπομπαρδέα η· μπομπαρδιά· μπουμπαρδέα· μπουπαρδέα.
-
- α) Βολή μπομπάρδας, κανονιά:
- εκόντεψαν (ενν. οι Τούρκοι), τες μπομπαρδιές αρχίζει (ενν. ο Μιχαήλ) (Παλαμήδ., Βοηβ. 285)·
- β) (συνεκδ.) βλήμα μπομπάρδας, οβίδα:
- η μπουμπαρδέα των εις τον λιμένα σώνει (Αχέλ. 322).
[<ουσ. μπομπάρδα + κατάλ. ‑έα. Τ. μπουμπαρδιά στο Somav. Τ. πουμπαρκιά σήμ. κυπρ.]
- α) Βολή μπομπάρδας, κανονιά:



