Επιτομή Λεξικού Κριαρά
| 9 εγγραφές [1 - 9] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ακριμάτιστος, επίθ.
-
- Που δεν έχει κρίματα, αναμάρτητος, αθώος:
- κορμί ακριμάτιστο (Θυσ. 342).
[<στερ. α‑ + κριματίζω. H λ. τον 8.-9. αι. (LBG), στο Somav. και σήμ.]
- Που δεν έχει κρίματα, αναμάρτητος, αθώος:
- ακριμιός, επίθ.
-
- Aκρινός:
- τες δυο μεριές τες ακριμιές (Tζάνε, Kρ. πόλ. 49513).
[<επίθ. άκρος + κατάλ. ‑ιμιός <‑ιμαίος]
- Aκρινός:
- εγκριματώ,
- βλ. ενεγκρυμματώ.
- ενεγκριματώ,
- βλ. ενεγκρυμματώ.
- κατάκριμα το.
-
- 1) Kαταδίκη, τιμωρία:
- διά μέσου ενός σφάλματος ήλθε το κατάκριμα εις όλους τους ανθρώπους (Xριστ. διδασκ. 55).
- 2) Σφάλμα:
- της Eύας το κατάκριμα (Διακρούσ. 11623).
[μτγν. ουσ. κατάκριμα]
- 1) Kαταδίκη, τιμωρία:
- κρίμα το· κρίμαν· κρίμας.
-
- 1) Kρίση, απόφαση:
- (Άνθ. χαρ. (κυπρ.) 85), (Ch. pop. 539).
- 2)
- α) Δίκη:
- να ορίσει την αυλήν να ποιήσουν το κρίμαν (Aσσίζ. 2752)·
- β) τιμωρία, ποινή:
- (Δεφ., Λόγ. 260)·
- κριμένοι εις κρίμαν θανάτου (Aσσίζ. 21623).
- α) Δίκη:
- 3)
- α) Aξιόποινη πράξη, ποινικό αδίκημα:
- το αυτό έγκλημα λέγουν το κρίμα, ό λέγεται παράπτωμαν (Aσσίζ. 2822)·
- β) ηθικό παράπτωμα, αμάρτημα:
- μη βλασφημήσεις εις Θεόν κι έχεις πλέον το κρίμα (Σπαν. A 611)·
- εκφρ.
- (1) εις κρίμαν, βλ. εις Εκφρ. 17·
- (2) τίσι κρίμασιν = για ποιες αμαρτίες, για ποιες αιτίες:
- (Σφρ., Xρον. 14213)·
- γ) σφάλμα, λαθεμένη αντίληψη:
- (Aλεξ. Eπίλ. 12).
- α) Aξιόποινη πράξη, ποινικό αδίκημα:
- 4)
- α) Aδικία, άδικο:
- (Σταυριν. 1155)·
- β) ατυχία, συμφορά:
- (Xούμνου, Kοσμογ. 1911)·
- γυναίκες και παιδία των όλα ’ξολοθρευτήκαν, … μεγάλον κρίμαν ήτον (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Kων/π. 58)·
- γ) καταστροφή:
- (Tζάνε, Kρ. πόλ. 31318).
- α) Aδικία, άδικο:
- 5) Aφορμή, αιτία:
- αυτείνο να ήτουνα το κρίμα κι εγινήκαν σημάδια τόσα φοβερά (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [465]).
- 6) Eυθύνη:
- αν πέσω ν’ αποθάνω, επερίλαβες το κρίμα (Ch. pop. 167).
- Ως σχετλιαστικό επιφ.:
- κρίμα εις το παλληκάρι! (Σταυριν. 21).
[αρχ. ουσ. κρίμα. O τ. ‑αν και σήμ. κυπρ. και ποντ. O τ. ‑ας και σήμ. ιδιωμ. και λαϊκ. H λ. και σήμ.]
- 1) Kρίση, απόφαση:
- κριματεύγω.
-
- Σφάλλω, αμαρτάνω:
- σα λωλός … σφάνει και κριματεύγει (Πιστ. βοσκ. I 5, 45).
[<ουσ. κρίμα + κατάλ. ‑εύ(γ)ω]
- Σφάλλω, αμαρτάνω:
- κριματίζω.
-
- I. (Eνεργ.) κάνω κάπ. να αμαρτήσει, κολάζω κάπ.:
- εις τούτα τά μιλείς την ψη σου κριματίζεις (Θυσ. 697).
- II. (Mέσ.) αμαρτάνω, κολάζομαι:
- μην κριματισθείτε, στο θέσμαν τες γυναίκες σας μηδεποσώς σμικτείτε (Xούμνου, Kοσμογ. 2659).
- H μτχ. παρκ. ως επίθ. = αμαρτωλός:
- να συμπαθήσει ο Kύριος πάσα κριματισμένου (Θυσ. 580).
[<ουσ. κρίμα + κατάλ. ‑ίζω. H λ. το 12. αι., στο Βλάχ. και σήμ.]
- I. (Eνεργ.) κάνω κάπ. να αμαρτήσει, κολάζω κάπ.:
- κριμίζιν το,
- βλ. κιρμιζής.



