Λεξικά Διαλέκτων
Αναζήτηση για: "Ψ"
481 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
'λιοψυχώ και 'λιοψυχίζω |
---|
Τα Κυπριακά (Τόμος Β') |
σελ. 638 |
'λλιοψυχιά |
Τα Κυπριακά (Τόμος Β') |
σελ. 638 |
'λλιοψυχίζω |
Τα Κυπριακά (Τόμος Β') |
σελ. 638 |
'λλιοψύχισμαν |
Τα Κυπριακά (Τόμος Β') |
σελ. 638 |
'ξαγόρεψι |
Τα Κυπριακά (Τόμος Β') |
σελ. 678 |
'ποριψιμιός |
Τα Κυπριακά (Τόμος Β') |
σελ. 752 |
'πόριψις |
Τα Κυπριακά (Τόμος Β') |
σελ. 752 |
'ψηλοκοπεύκομαι ή 'ψηλοπιάννομαι και 'ψηλοπατώ |
Τα Κυπριακά (Τόμος Β') |
σελ. 870 |
'ψηλομουθθιάζει |
Τα Κυπριακά (Τόμος Β') |
σελ. 870 |
'ψηλομούττης, 'ψηλομούττισσα, 'ψηλομούττικον |
Τα Κυπριακά (Τόμος Β') |
σελ. 870 |