Διδακτικά Βιβλία του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου

Αναζήτηση

Βρες
Εμφάνιση

Δ. Το Κρητικό Ζήτημα κατά τη τελευταία περίοδο της Τουρκοκρατίας (1869-1898)

Η 10/ετής περίοδος που ακολούθησε την εφαρμογή του «Οργανικού Νόμου» (1868-1878), σημαδεύτηκε από την υπονόμευση της δίκαιης εκπροσώπησης των Χριστιανών στα μεικτά συμβούλια, τις απηνείς διώξεις των αντιφρονούντων και τη τροφοδότηση του επαναστατικού κλίματος με τον μουσουλμανικό φανατισμό που εξέφραζαν όλοι οι Τούρκοι διοικητές του νησιού. Οι δημογραφικές και οικονομικές συνέπειες εν τω μεταξύ της Επανάστασης του 1866 ήταν τραγικές για το νησί, γι’ αυτό και άρχισαν να συζητούνται τότε διάφορες λύσεις, όπως η παλιά, ν’ αποτελέσει η Κρήτη αγγλικό προτεκτοράτο και η λύση της «ηγεμονίας», κατά το πρότυπο της Σάμου. Ανακίνηση του Κρητικού Ζητήματος επήλθε όταν με την ευκαιρία της διαφαινόμενης ήττας της Τουρκίας στον Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1877-1878, σημειώθηκαν επαναστατικές κινήσεις στη Κρήτη, και η κυβέρνηση Χ. Τρικούπη τάχθηκε ανοιχτά υπέρ της νέας Επανάστασης. Με τη Συνθήκη του Αγ. Στεφάνου και τη διορθωτική του Βερολίνου (1878), η ηττημένη πλέον Τουρκία αποδέχθηκε αρχικά τη πλήρη εφαρμογή του Οργανικού Νόμου, και ύστερα υπέκυψε στις πιέσεις της Αγγλίας να παραχωρήσει νέο καταστατικό χάρτη, που επικυρώθηκε με τη «Σύμβαση της Χαλέπας» (Οκτ. 1878), οι διατάξεις της οποίας και κυρίως εκείνη που πρόβλεπε τον διορισμό και Χριστιανού διοικητή, για πρώτη φορά εξέφραζαν τις πραγματικές προσδοκίες του Κρητικού λαού και αποτελούσαν ένα βήμα προς την Ένωση. Οι συνέπειες της εφαρμογής της Σύμβασης της Χαλέπας, ήταν ευεργετικές ιδίως για τη πνευματική ζωή της Κρήτης αλλά τα κομματικά πάθη στους κόλπους του Ελληνικού στοιχείου επιβράδυναν ακόμη περισσότερο την αποτίναξη της τουρκικής κυριαρχίας, αφού οι Κρητικοί πολιτικοί αρχηγοί με την άκαιρη απαίτηση για Ένωση, έδωσαν το πρόσχημα, στον μεν Σουλτάνο να ανακαλέσει τα προνόμια της Χαλέπας στους δε Τουρκοκρητικούς να προβούν σε νέες βιαιοπραγίες κατά των Χριστιανών (1889). Η όξυνση του κλίματος τρομοκρατίας σε βάρος του Ελληνικού στοιχείου μεταξύ 1889-1894, οδήγησε τον Σφακιανό πολιτευτή Μ. Κούνδουρο στην επινόηση ενός μεταβατικού συστήματος διακυβέρνησης της Κρήτης ως αυτόνομης ή ημιαυτόνομης πολιτείας υπό την επικυριαρχία του Σουλτάνου και τη προστασία των Μ. Δυνάμεων και στην υποβολή σχετικού υπομνήματος στους Προξένους των Μ. Δυνάμεων. Η ενέργεια αυτή όμως θεωρήθηκε επαναστατική από τους Τούρκους που τιμώρησαν τον εμπνευστή τους ξεσηκώνοντας έτσι νέο επαναστατικό μένος και την εκδικητική μανία από τους Έλληνες και αναγκάζοντας τις Δυνάμεις να επέμβουν με την επιβολή στο Σουλτάνο της επαναφοράς της Σύμβασης και μάλιστα αναθεωρημένης. Η συνέχιση των βιαιοτήτων που διέπραξαν οι άτακτοι Τούρκοι παρά τις νέες ρυθμίσεις εξώθησε τους επαναστάτες των Χανίων να διακηρύξουν γραπτά, με επικεφαλής τον Ε. Βενιζέλο (25-1-1897),τον τερματισμό της τουρκικής κατοχής και την ένωση με την Ελλάδα. Η νέα επανάσταση γενικεύτηκε και εισήλθε στη τελευταία και πιο καθοριστική φάση της, καθώς προκάλεσε την επέμβαση των Μ. Δυνάμεων αλλά και της Ελλάδας που έστειλε στρατεύματα για να καταλάβει το νησί (1-2-1897), στο όνομα του Βασιλέως Γεωργίου. Η απόρριψη της συμβιβαστικής συμμαχικής πρότασης για αυτονομία από τη Κρήτες επαναστάτες και την Ελληνική Κυβέρνηση, έδωσε την αφορμή στη Τουρκία να κηρύξει τον πόλεμο στην Ελλάδα (1897), η οποία, ηττημένη πλέον, αναγκάστηκε ν’ ανακαλέσει το στρατό και να αποδεχτεί τη λύση της αυτονομίας. Το ίδιο έκαναν και οι Κρήτες επαναστάτες (Απρίλιος 1897). Η ελληνική πλευρά αντιπρότεινε όμως, και έγινε δεκτό, ως απαραίτητη προϋπόθεση αποδοχής της αυτονομίας ,την άμεση εκκένωση της Κρήτης από τον τουρκικό στρατό. Ύπατος Αρμοστής ορίστηκε ο Γεώργιος, δευτερότοκος γιος του Βασιλιά των Ελλήνων, ενώ η διοίκηση του νησιού χωρίστηκε σε Αγγλικό, Ρωσικό, Γαλλικό και Ιταλικό τομέα. Την απαλλαγή των Κρητών από τον τουρκικό ζυγό, επέσπευσαν οι ωμότητες που διέπραξαν οι εξαγριωμένοι Τούρκοι σε βάρος των κατοίκων του Ηρακλείου στις 25/8/1898,ο οποίος είχε ως αποτέλεσμα τον κανονιοβολισμό της πόλης από τους ευρωπαϊκούς στόλους και της καταστροφή της. Ακολούθησε παραδειγματική τιμωρία των Τούρκων υπαιτίων. Στις 2 Νοεμβρίου ολοκληρώθηκε η αποχώρηση του τουρκικού στρατού από τη Κρήτη, και στις 5 του μηνός οι Κρητικοί κατέθεσαν τα όπλα για να διευκολύνουν την ειρηνική διακυβέρνηση από τον Ύπατο Αρμοστή που έφτασε στη Κρήτη στις 9-12-1898.