Εφημερίδα "Τα Νέα"

Αναζήτηση

Βρες
Εμφάνιση

Κόσμος :: Ταξιδιωτικό ρεπορτάζ

( απόδραση στο κιλιμάντζαρο :: 01-03-2003) 

«Ακούστε, περίπου 25.000 άτομα ξεκινούν για το Κιλιμάντζαρο κάθε χρόνο», μας είπε ο ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου. «Μόνο 25 πεθαίνουν…»

Απόδραση στο Κιλιμάντζαρο

Αξίζει να ανέβει κανείς 5.895 μ. για να απολαύσει τη σιωπή;

Πώς είναι, αλήθεια, να ανεβαίνεις στο Κιλιμάντζαρο; Υπάρχουν δύο ιστορίες. Τη μία την αφηγούνται όσοι το τόλμησαν, αφού επιστρέψουν στα πάτρια εδάφη. Πηγή έμπνευσης. Την άλλη τη μοιράζονται οι ίδιοι άνθρωποι μεταξύ τους στην κορυφή. Αληθινή.

Ένας κολοσσός σκεπασμένος με πάγο. Πάνω στη ζεστή περιφέρεια της Γης. Φαίνεται τόσο αλλόκοτος που όταν, το 1849, ένας Γερμανός ιεραπόστολος έτρεξε πίσω στην Ευρώπη με την είδηση της ύπαρξής του, γελοιοποιήθηκε. Η επαλήθευση της είδησης καθυστέρησε 12 χρόνια. Το 1886, όταν η βασίλισσα Βικτόρια επανασχεδίασε τα σύνορα ανάμεσα στην τότε Βρετανική και Γερμανική Ανατολική Αφρική για να δωρίσει, όπως λέγεται, το Κιλιμάντζαρο στον εξάδελφό της, Κάιζερ Βίλχελμ, βασιλιά της Γερμανίας, ο κολοσσός δεν είχε ακόμη κατακτηθεί.

Αυτά διάβαζα τις οκτώ ώρες που διήρκεσε το ταξίδι μου με το λεωφορείο στο Μόσι της Τανζανίας. Από εκεί εξορμούν κάθε χρόνο αμέριμνοι και ανυποψίαστοι λάτρεις της φυγής για το ψηλότερο σημείο της Αφρικής. Το ίδιο βράδυ, στο ξενοδοχείο «Marangu», συνάντησα τους επτά συν-ορειβάτες μου, μια πολυεθνική ομάδα που συνδύαζε υπέροχα έναν γιατρό επειγόντων περιστατικών, έναν βοηθό νοσοκόμο με αρκετή εμπειρία από την περιοχή των Ιμαλαΐων και μια νοσοκόμα ψυχιατρικής κλινικής.

«Η γρήγορη ανάβαση καταργεί όλους τους κανόνες της ορειβασίας», μας προσγείωσε αμέσως ο συνιδιοκτήτης του ξενοδοχείου, Ντέσμοντ. «Οι περισσότεροι θα παρουσιάσετε πονοκεφάλους, ρινορραγίες και ξαφνικούς εμετούς». Κοίταξε τα τρομαγμένα μας πρόσωπα. «Ακούστε, περίπου 25.000 άτομα ξεκινούν για το Κιλιμάντζαρο κάθε χρόνο, μόνο 25 πεθαίνουν». Ο καθένας από εμάς είχε τον αχθοφόρο του. Αρχηγός μας ήταν ο Φεταέλι, αυτός είχε και βοηθούς. Δεν υπάρχουν δρόμοι στο Κιλιμάντζαρο. Ούτε υποζύγια. Οι αχθοφόροι θα τα κουβαλούσαν όλα στο κεφάλι.

Ημέρα πρώτη. Κύλησε με μια υγρή, τρίωρη πεζοπορία από το Εθνικό Πάρκο του Κιλιμάντζαρο στα 2.800 μέτρα, μέσα από ένα παράδοξα ήσυχο αλλά πλούσιο τροπικό δάσος. Ο αέρας ήταν πυκνός -όσο ανεπαρκής θα γινόταν αργότερα.

Ο Ντέσμοντ μάς είχε προειδοποιήσει ότι τα σώματά μας, τη δεύτερη μέρα, θα ένιωθαν πως βρίσκονται σε αφιλόξενο περιβάλλον, και έχοντας αφήσει ήδη πίσω μας τον ήλιο και τα σύννεφα, το υψόμετρο ήταν ένα θέμα που άρχιζε να μας απασχολεί. «"Πόλι πόλι", αργά - αργά» θύμιζε ο Φεταέλι…

Τιμ Μουρ: «Το Κιλιμάντζαρο κόντεψε να με… σκοτώσει»

Βρισκόμασταν πια στα 4.200 μέτρα, το ψηλότερο σημείο στο οποίο είχαν σταθεί ποτέ τα πόδια μου. Έξω από το στεφάνι του ήλιου το κρύο ήταν επώδυνο. Το τοπίο γινόταν ερημικό. Δυο μέρες τώρα, ο Κρις από τη Σρι Λάνκα δοκιμαζόταν από δυσεντερία. Όταν φτάσαμε στο άνυδρο Κίμπο ήταν πλέον απελπισμένος. «"Πόλι - πόλι", ξεκούραση, νερό», ακούστηκε ο Φεταέλι.

Φάγαμε σπασμένα μπισκότα σε μια σπηλιά. Κάποιος συνέστησε ψιθυριστά να σταματάμε κάθε 15 βήματα. Είχα αρχίσει να παθαίνω παράκρουση… Έξι ώρες μετά, ο λιθώνας εξελίχτηκε σε μια απότομη βουνοπλαγιά, με ογκόλιθους σε μέγεθος σπιτιών. Ξαφνικά, είχαμε φτάσει: Γκίλμανς Πόιντ. Η πιο δύσκολη κορυφή του Κιλιμάντζαρο, αλλα 180 μέτρα και δύο ώρες κάτω από το Ουχούρου, τη σκεπή της Αφρικής. «Ντμίτρι από Πακιστάν», «Φερνάντο Κουεβέντο - Ήρθα, είδα, κατάκτησα»… Γιατί τα κάναμε όλα αυτά; Ρωτήστε με του χρόνου αν άξιζε τον κόπο και θα βυθίσω το βλέμμα μου σε έναν ορίζοντα αινιγματικής σιωπής. Ρώτησέ με τώρα και κάποιος από τους βοηθούς θα σας ζητήσει με σιγανή φωνή να φύγετε.