Παράλληλη Αναζήτηση
Αναζήτηση για: "Ο*"
1 λέξη με 1 εμφανίσεις | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ολοφύρονταν (1) [ολοφύρομαι - :I3p:C3p]
-
M6459 P010 L031 …ούν τα ρητορικά γυμνάσματα όσων ολοφύρονταν δημόσια ότι δεν παραδίδουν κοιν…
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 λέξη με 1 εμφανίσεις | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
M6459 P010 L031 …ούν τα ρητορικά γυμνάσματα όσων ολοφύρονταν δημόσια ότι δεν παραδίδουν κοιν…
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |