Παράλληλη Αναζήτηση
Αναζήτηση για: "ολοφύρομαι"
1 λέξη με 1 εμφανίσεις | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ολοφύρονταν (1) [ολοφύρομαι - :I3p:C3p]
-
M6459 P010 L031 …ούν τα ρητορικά γυμνάσματα όσων ολοφύρονταν δημόσια ότι δεν παραδίδουν κοιν…